- καλλιπέτηλος
- καλλιπέτηλος, -ον (Α)(για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο-πέτηλος, λευκο-πέτηλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιπέτηλος — with beautiful leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπέτηλον — καλλιπέτηλος with beautiful leaves masc/fem acc sg καλλιπέτηλος with beautiful leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπέτηλα — καλλιπέτηλος with beautiful leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] … Dictionary of Greek